κινδυνώδη

κινδυνώδη
κινδυνώδης
dangerous
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
κινδυνώδης
dangerous
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
κινδυνώδης
dangerous
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • бѣдьныи — (38) пр. 1.Бедственный, опасный: отъ недоуга дългаго. и бѣдьнааго (ἐπικίνδύνου) КЕ XII, 186а; Блг(с)влю г(с)а на всѩко. времѩ. не въ бл҃го д҃ни токмо жити˫а. нъ и въ бѣдныхъ временѣхъ. (περιστατικοῖς) ПНЧ 1296, 109 об.; ˫ако любѩщимъ б҃а не… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κινδυνώδης — ες (ΑΜ κινδυνώδης, ῶδες) [κίνδυνος] αυτός που παρουσιάζει κινδύνους, ο επικίνδυνος («τῆς καταβάσεως... ἐπισφαλεῑς ἐχούσης καὶ κινδυνώδεις καταφοράς», Πολ.). επίρρ... κινδυνωδώς (Α κινδυνωδῶς) με κινδυνώδη τρόπο, επικίνδυνα («τὸ πέλαγος...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”